κλωστρίδιο

κλωστρίδιο
(Clostridium). Γένος θετικών κατά γκραμ (Gram+) βακτηρίων, που περιγράφηκαν για πρώτη φορά το 1880 από τον Πολωνό μικροβιολόγο Α. Πραζμόφσκι. Το γένος αυτό περιλαμβάνει κινητά βακτήρια, βακιλοειδούς σχήματος, τα οποία είναι αναερόβια και έχουν την ικανότητα να σχηματίζουν πολύ ανθεκτικά σπόρια, όταν οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι δυσμενείς. Τα κ. χρησιμοποιούν τα μονοπάτια της βουτυρικής ζύμωσης για την παραγωγή της ενέργειάς τους και γι’ αυτό παράγουν μια δυσάρεστη οσμή. Είναι ιδιαίτερα άφθονα στη φύση. Έχουν την ικανότητα να παράγουν ισχυρές εξωτοξίνες, οι οποίες είναι υπεύθυνες για ασθένειες όπως ο τέτανος, ο βοτουλισμός και η αεριογόνος γάγγραινα.
* * *
το
βοτ. γένος ραβδόμορφων βακτηρίων τής οικογένειας bacillaceae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clostridium < clostr- (πρβλ. κλωστήρ < κλώθω + κατάλ. -idium (πρβλ. -ίδ-ιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιπόλυση — Η διάσπαση των λιπών μέσα στον οργανισμό. Τα λίπη που έχουν αποταμιευτεί στον οργανισμό κινητοποιούνται υπό την επίδραση διαφόρων ενζύμων και εισέρχονται στην κυκλοφορία. Η αποικοδόμηση των λιπών είναι ιδιαίτερα περίπλοκο φαινόμενο και μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”